Ακούγοντας εκείνους που καλούν

Μπαίνοντας κανείς σε έναν χώρο που φιλοξενεί ηλικιωμένους, τι ακούει; Ποιο είναι το ηχητικό τοπίο μιας δομής αφιερωμένης σ’εκείνους που, έχοντας αναθρέψει παιδιά κι εγγόνια, ζητούν με τη σειρά τους φροντίδα; Επειδή πρόκειται για χώρους ζωής, το πιο πιθανό είναι ο νεοφερμένος – επισκέπτης, εργαζόμενος, ή φιλοξενούμενος – να ακούσει – τι άλλο;- φωνές.

Θα είναι ίσως οι φωνές της κυρίας Λ., που όταν βλέπει οποιονδήποτε, τον καλεί: «Έλα εδώ παιδάκι μου να σου πω!». Ή της κυρίας Μ., που θα λέει «Πού πας, μη φεύγεις», ακόμα κι αν ο άλλος είναι μαζί της, ήδη από ώρα εκεί, δίπλα της. Της κυρίας Α., που με πιο δραματικό τόνο θα φωνάζει «Βοήθεια, με πειράζουν», όσο κι αν το προσωπικό προσπαθεί να την καθησυχάσει. Τα εξακολουθητικά «Αδελφή, είστε εδώ; Αδελφή!» της ανήσυχης κυρίας Χ. Την πιο αδύναμη φωνή του κυρίου Λ., με τα επαναλαμβανόμενα «Πού είσαι, έρχεσαι;». Ή την κυρία Κ., που θα φωνάζει «Ε, ω, είναι κανείς εδώ;». Και την κυρία Θ, που θα δηλώνει εμφατικά «Πρέπει να πάω στη μάνα μου, με περιμένει!».

Τα κατεξοχήν πλάσματα που εκφράζονται έτσι, είναι τα βρέφη. Που αν δεν βγάλουν μικρές κραυγές, είναι λόγος ανησυχίας. Με τις φωνές τους, τα μωρά μπορεί να εκφράζουν σωματικές ανάγκες, την πείνα ή τη δίψα, τη δυσφορία ή και τον φόβο. Η κραυγή μοιάζει πάντα με αντίδραση σε μια αναγκαιότητα, σε κάτι το εξαιρετικά επείγον, όταν τα λόγια ακόμα δεν υπάρχουν.

Ένας ηλικιωμένος που φωνάζει, είναι ένας ηλικιωμένος που σιγά σιγά χάνει τις λέξεις. Όταν η νευροεκφυλιστική νόσος έχει ήδη προχωρήσει αρκετά και τα λόγια δεν φτάνουν για να αρθρώσουν ένα ξεκάθαρο αίτημα, πώς αλλιώς να εκφραστεί κανείς; Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι που απευθύνουν τούτα τα ανήσυχα καλέσματα, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα προσωπικό επείγον: μια κατάσταση έντονου άγχους, σε σύγχυση, και παράλληλα, μια προσπάθεια για ανακούφιση, μια αναζήτηση κάποιου αισθήματος ασφάλειας. Οι φωνές είναι η λύση που έχουν επινοήσει. Μια λύση ίσως άγαρμπη και άχαρη, αλλά ωστόσο προσωπική, που καταφέρνει με λεκτική οικονομία κάτι να ζητήσει.

Τέτοια επίμονα καλέσματα, όσο ασαφή κι αν ακούγονται, δεν είναι κραυγές κενές περιεχομένου. Απευθύνονται πάντα σε έναν άλλον, από τον οποίο ζητούν να εισακουστούν, ίσως και να ερμηνευτούν. Μπορεί να είναι ένας άλλος παρών, εκεί στο χώρο, ή και κάποιος που δε βρίσκεται καν εκεί. Συνήθως όμως, αυτός ο άλλος στον οποίο απευθύνονται οι φωνές είναι οι επαγγελματίες της δομής, το προσωπικό που μοιράζεται την καθημερινότητα μαζί τους. Αυτοί που τους λέμε «φροντιστές», που είναι εκεί σε ρόλο συνοδού, να ακούει, να καθησυχάζει και να δίνει απαντήσεις στα ανήσυχα αιτήματα.

Συχνά, εκείνο που ζητούν τόσο επιτακτικά οι ηλικιωμένοι που φωνάζουν είναι μια ανθρώπινη επαφή, τη σωτήρια παρέμβαση ενός άλλου. Αν τους ρωτήσει κανείς γιατί φωνάζουν, ίσως και να μην πάρει ξεκάθαρη απάντηση. Εκείνος που θα ακούσει τα καλέσματά τους, θα τούς δώσει και μια ερμηνεία. Ας πούμε, το ατέρμονο «Ε, ω, είναι κανείς εδώ;» της κυρίας Κ., κάποιες φορές καλούμαστε να το ακούσουμε σαν ένα «δε θέλω να μείνω μόνη μου, θα μπορούσε κάποιος από το προσωπικό να μείνει κοντά μου;».

Το ζήτημα είναι ότι οι συνεχόμενες φωνές των ηλικιωμένων, που ουσιαστικά είναι εκκλήσεις για βοήθεια, κάποτε γίνονται κουραστικές για τους επαγγελματίες μιας δομής. Ακόμα περισσότερο, μπορεί να τους κάνουν να νιώθουν ανήμποροι κι ανεπαρκείς. Γιατί όταν παρά τις καθημερινές προσπάθειες, οι φωνές συνεχίζονται, κάθε απόπειρα απάντησης μοιάζει μάταιη. Ταυτόχρονα, ένα τέτοιο κλίμα μπορεί να είναι ενοχλητικό για τους υπόλοιπους ενοίκους της δομής. Σιγά σιγά, εκείνος που φωνάζει, είναι αυτός που κινδυνεύει περισσότερο να απομονωθεί: με τις φωνές του καταλήγει τελικά να απωθεί όλους εκείνους που ήλπιζε να καλέσει κοντά του.

Κόντρα στον κίνδυνο της απομόνωσης ενός ενοίκου, πώς απαντά ο φροντιστής; Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, το σημαντικό όμως είναι να μην πάψει να σκέφτεται, να παρατηρεί και να διερωτάται: μια ανεξήγητη συμπεριφορά, τι ρόλο μπορεί να παίζει; Ποια ανάγκη του ηλικιωμένου εξυπηρετεί; Τι θέση μπορεί να έχουν οι αγωνιώδεις φωνές στην καθημερινότητά ενός ηλικιωμένου;

Θέτοντας ερωτήματα, είναι σαν να ξαναδίνουμε στις μικρές συγκεχυμένες κραυγές το νόημα που τους λείπει. Ο αποπροσανατολισμένος ηλικιωμένος φωνάζει, κάτι ζητά, κι εμείς δίνουμε στο μπερδεμένο κάλεσμά του αξία μηνύματος. Όπως με εκείνη την κυρία που τα απογεύματα φωνάζει απελπισμένα: «Έλα εδώ παιδάκι μου να σου πω!», και πας να ακούσεις, αλλά νομίζεις ότι τελικά τίποτα δεν είχε να πει. Κι όμως, με έκπληξη ανακαλύπτεις κάποτε πως υπάρχει ένας φροντιστής, κάποιος με τον οποίο η ηλικιωμένη έχει αναπτύξει πιο ιδιαίτερη σχέση, που μπορεί να «μεταφράσει» κάθε αίτημα. Γιατί καμία φωνή δεν είναι χωρίς λόγο.

Όλο αυτό μοιάζει με εργασία αποκρυπτογράφησης. Είναι μια διαδικασία απόδοσης νοήματος και περιεχομένου, σε κάτι που ειδάλλως θα αναφερόταν ξερά ως «διαταραχή της συμπεριφοράς». Εκεί όπου οι άλλοι βλέπουν το ακαθόριστο, το άμορφο, το ανεξήγητο μιας κραυγής, ο φροντιστής ξέρει ακριβώς τι διακυβεύεται κάθε φορά.

Οι δομές που φιλοξενούν ηλικιωμένους, έναν τέτοιο σκοπό εξυπηρετούν, και τέτοια είναι τελικά η μεγάλη αποστολή τους: να μην υποχωρούν, ούτε μπροστά στη «δύσκολη περίπτωση», ούτε μπροστά στο «βαρύ περιστατικό».