Για την άνοια και την αλήθεια

Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές του « Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» του Γ. Βιζυηνού, ο νεαρός αφηγητής ξανασυναντά τον παππού του μετά από καιρό. Αγκαλιάζονται, δακρύζουν, φιλιούνται συγκινημένοι. Ο παππούς αρχίζει να λέει στον μικρό τις ιστορίες του: για Σκυλοκέφαλους, για τη χώρα που ψήνει ο ήλιος το ψωμί, για της θάλασσας τον αφαλό όπου το νερό γυρίζει γύρω γύρω και βουλιάζουν τα καράβια∙ για τον τόπο που είναι οι άνθρωποι οι μαρμαρωμένοι∙ για τη μάγισσα με το αθάνατο νερό. Και μιλά για όλα τούτα με μεγάλη ακρίβεια, σεβασμό και σοβαρότητα. Ο εγγονός έχει πολλά κι αυτός να διηγηθεί στον παππού, αλλά δεν τολμά: τα λόγια του παππού φαντάζουν επιβλητικότερα, οι εντυπωσιακές του περιγραφές στα μάτια του μικρού είναι ασυναγώνιστες. Και δεν αμφιβάλλει ούτε στιγμή για την αλήθεια τους.

Μερικές φορές, στους ανοϊκούς ασθενείς συναντάμε κάτι από τούτη την ευρηματικότητα του παππού του Βιζυηνού. Όπως στην κυρία Μ., που όποιο φανταχτερό αντικείμενο δει, το βλέπει για δικό της δημιούργημα. Χωρίς να διστάζει έπειτα να πλάθει ολόκληρες ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, περήφανες διηγήσεις για το πώς το έφτιαξε, πώς το χρησιμοποιεί, και σε ποιον σκοπεύει να το κάνει δώρο – γιατί για την κυρία Μ., όλα τα όμορφα προορίζονται για δώρα.

«Ψέμματα λέει, μην την ακούς», με προειδοποιεί η διπλανή της. «Όλα ψέμματα είναι, ψέμματα».

Στην τραπεζαρία, ανάμεσα στους άλλους φιλοξενούμενους, συναντώ και την κυρία Α. Κάθε απόγευμα, την ώρα του φαγητού, συνηθίζει να φωνάζει έντρομη και με ύφος δραματικό: « Τα μάθατε; Σεισμός έγινε, σεισμός! Μεγάλος σεισμός στην Αττική! ». Γρήγορα ηρεμεί, αφού πρώτα κάποιος τη καθησυχάσει λέγοντάς της -κάθε φορά- πως ο σεισμός δεν έκανε μεγάλες ζημιές, πως έγινε πολύ μακριά, και πως πάει τώρα, πέρασε.

Είναι ψέματα οι δραματικές ανακοινώσεις της κυρίας Α.; Είναι ψέματα οι αφηγήσεις της κυρίας Μ.; Είναι ψέματα οι ιστορίες του παππού;

Ο Φρόυντ, αναζητώντας κι εκείνος μιαν αλήθεια, υπέθεσε μια πραγματικότητα «υλική» και μια πραγματικότητα «ψυχική». Η πρώτη, είναι εκείνη που σχετίζεται με το συγκεκριμένο, το αντικειμενικό, το μετρήσιμο. Η δεύτερη, που ο Φρόυντ την ονόμασε «ψυχική», έχει να κάνει περισσότερο με τις αναπαραστάσεις που συνοδεύουν την υποκειμενική εμπειρία του καθενός. Γιατί σίγουρα υπάρχουν «τα πράγματα» γύρω μας, αλλά υπάρχει και ο τρόπος που τα προσλαμβάνει και τα νιώθει κανείς. Αυτή η ψυχική πραγματικότητα δεν ποσοτικοποιείται, κι ούτε μπορεί να προβλεφθεί.

Αν δοκιμάσουμε να προσεγγίσουμε τις παραπάνω περιπτώσεις μέσα από το πρίσμα της «ψυχικής» πραγματικότητας, η αλήθεια και το ψέμα σχετικοποιούνται. Έτσι οι ισχυρισμοί ενός ατόμου δεν μπορούν να θεωρηθούν πιο αληθείς ή πιο έγκυροι από τους ισχυρισμούς ενός άλλου. Ο καθένας φέρει τη δική του αλήθεια, και η μία δεν αναιρεί την άλλη.

Και βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε στην κυρία Μ., στην κυρία Α., στον «παππού» του Βιζυηνού: «όλα αυτά είναι στο κεφάλι σου». Θα μπορούσαμε και να τους πούμε φαντασιόπληκτους ή να τους αποπάρουμε. Αυτός θα ήταν ένας άχαρος ρόλος «φρουρού της πραγματικότητας», που πάση θυσία παλεύει να επαναφέρει τον ανοϊκό ασθενή στη λογική, σε μια πραγματικότητα κοινώς αποδεκτή. Θα μπορούσαμε, ακόμη, να απορρίψουμε εύκολα τα λόγια τους, αποδίδοντάς τα στις σκοτεινές προόδους κάποιου γνωστικού ελλείματος.

Αυτό όμως δε θα ‘κανε το βίωμα εκείνων των ανθρώπων λιγότερο αληθινό. Η κυρία Μ. πραγματικά πιστεύει πως ό,τι λαμπερό κι όμορφο υπάρχει γύρω της το έχει φτιάξει η ίδια. Είναι πραγματικό το άγχος και η αγωνία της κυρίας Α. κάθε απόγευμα για το σεισμό και τις επιπτώσεις του. Είναι πραγματικές οι υποθέσεις του παππού για όλα τα τρομερά πλάσματα που βρίσκονται έξω από τα όρια του μικρού χωριού, που δεν διέσχισε τελικά ποτέ.

Γι’αυτήν την υποκειμενική αλήθεια μοιάζει να μιλούν και οι λογοτέχνες. Όπως η Ιζαμπέλ Αλιέντε, που λέει με τον δικό της τρόπο πως «με το ψέμα της μυθοπλασίας λέγονται οι βαθύτερες αλήθειες».

Αν λοιπόν η αλήθεια είναι κι εκείνη του υποκειμένου, μοναδική και αναμφισβήτητη για τον καθένα, ποιος θα ήταν ο καλύτερος να μας διδάξει για αυτήν, αν όχι εκείνος που αποκαλούμε ανοϊκό ασθενή; Να μια πίστα για όποιον θα ‘θελε να αποφύγει τις εύκολες λύσεις του δογματισμού. Ακούστε τα λόγια των ανοϊκών, πιστέψτε τα, εμπιστευτείτε τα. Αναρωτηθείτε όχι για το αν είναι αλήθεια ή ψέματα, αλλά για το πώς λειτουργούν για εκείνον που τα αρθρώνει, τι σχέση έχουν με την ιστορία του.

Ίσως εκεί να έγκειται τελικά και η ανεξάντλητη κοσμογνωσία του παππού που περιγράφει ο Βιζυηνός: η υποκειμενική αλήθεια είναι πάντα μια αναζήτηση. Δεν εκδηλώνεται παρά αποσπασματικά, είναι μια υπόθεση μονίμως ανοικτή, διαρκώς προς διερεύνηση – σε μια πορεία σεμνή, αβέβαιη, σύνθετη.

Και σ ́όσους δεν έκατσαν ποτέ να ακούσουν τις παράξενες ιστορίες των παππούδων ή ακόμα και τις παλαβομάρες τους, ακούγοντας σεμνά την αλήθεια τους, ίσως να μπορούσαμε να αναφωνήσουμε κι εμείς :

« Αάχ ψυχή μου! Τίποτε δεν είδες στην ζωή σου, τίποτε! »