«Ζήτημα χρόνου» – Χρόνος και χρονικότητες στις Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων


«Ξέρω τι είναι χρόνος, αρκεί να μη μου ζητήσει κανείς να του το εξηγήσω», έγραφε ήδη από τον Μεσαίωνα στις Εξομολογήσεις του ο ιερός Αυγουστίνος [1]. Μη επιδεκτικός σε ορισμούς, και στη σύγχρονη φυσική ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, ο χρόνος γίνεται αντιληπτός από τον καθένα με διαφορετικό τρόπο.

Στην καθημερινή ζωή, μπορεί να λέμε ότι οι στιγμές ευτυχίας «περνούν σαν αστραπή» ενώ οι δύσκολες στιγμές «κυλούν αργά και βασανιστικά». Ανακαλύπτουμε λοιπόν στο χρόνο σίγουρα δυο διαστάσεις: την πολυσημία, και τη ρευστότητά του. Πράγμα που σημαίνει: ο καθένας και η δική του πρόσληψη του χρόνου, ανάλογα με τις εμπειρίες και το στοχασμό του. Θα μπορούσαμε έτσι να δεχτούμε ότι ο χρόνος είναι πολλαπλός, ένας χρόνος υποκειμενικός, βιωμένος μέσα από πολλές διαφορετικές κι αλληλένδετες χρονικότητες.

Στις Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων (ΜΦΗ), τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο. Ορισμένες ως ιατρικοποιημένα κέντρα μακροχρόνιας φροντίδας ηλικιωμένων που, οι ΜΦΗ φιλοξενούν έναν πληθυσμό εξαιρετικά ετερογενή, τόσο ως προς τον βαθμό εξάρτησης των ενοίκων, όσο και ως προς την προσωπική τους πορεία στη ζωή. Όταν μάλιστα υπεισέρχεται και η άνοια, οι μνημονικές απώλειες, ή έχουμε να κάνουμε με υπερήλικες διαρκώς βυθισμένους σε κάποια νεφελώδη ονειροπόληση, μπορούμε ακόμα να θεωρούμε ότι εγγράφονται σε μια χρονική λογική;

«Πόσα χρόνια είμαι εδώ; Τέσσερα!», απαντά κάθε χρόνο η κυρία Ασημίνα.

Οι ηλικιωμένοι ανοϊκοί φιλοξενούμενοι των ΜΦΗ μοιάζει να ζουν σ’ένα σημείο όπου δεκάδες διαφορετικές χρονικότητες συναντιούνται: υπάρχει η ηλικία η απόλυτη αλλά και η ηλικία που πιστεύω ότι έχω∙ το έτος που διανύουμε∙ η μέρα που με έφεραν εδώ, τα χρόνια που βρίσκομαι εδώ∙ η ώρα του φαγητού και η ώρα της γυμναστικής∙ η ώρα του καφέ, αλλά και η ώρα που δείχνει το παλιό μου ρολόι∙ η μέρα που κάνουμε μπάνιο∙ οι σημαντικές γιορτές∙ το «στα νιάτα μου, εγώ…»∙ οι μέρες που έχουν περάσει από το τελευταίο τηλεφώνημα των δικών μου∙ οι μέρες που έχω να τους δω∙ τα χρόνια ζωής που μου απομένουν…

Η κυρία Μ. έχει περάσει τα 90, σύμφωνα όμως με την ίδια, διανύει περίπου τη δεύτερη ή τρίτη δεκαετία της ζωής της. Είναι προϊσταμένη των νοσηλευτριών σε μεγάλο νησιωτικό νοσοκομείο και απευθύνεται στο προσωπικό της Μονάδας Φροντίδας όπου φιλοξενείται σαν να πρόκειτα για συναδέλφους της, πάντα υποσχόμενη να τους κάνει όλες τις χάρες, να ρυθμίσει τα ωράριά τους όπως τα θέλουν, να τούς γεμίσει δώρα.

Πάντα ορεξάτη –κυριολεκτικά- κι αιώνια γεμάτη επιθυμία για ζωή, στην ερώτηση αν έχει φάει, απαντά πάντα αρνητικά, ακόμα και με υπολείμματα φαγητού γύρω απ’

το στόμα. Το φλυτζάνι του καφέ, που σερβίρεται το απόγευμα, το κοιτάζει πάντα με λαχτάρα. Πίνει τον καφέ της μονορούφι και δείχνει πολύ ικανοποιημένη: «Ωραίο που τον κάνουν εδώ τον καφέ! Γι’ αυτό κι εγώ τον πίνω μόνο εδώ, πουθενά αλλού δεν πάω!».

Πώς να προσεγγίσει κανείς μια τέτοια μοναδική τοποθέτηση απέναντι σε ό,τι αποκαλείται φυσιολογική γήρανση; Ο Freud μας λέει ξεκάθαρα ότι το ασυνείδητο είναι άχρονο (zeit-los), δηλαδή αποσυνδεδεμένο κατά κάποιον τρόπο από τη χρονική νομοτέλεια. Στα όνειρα, για παράδειγμα, καμμιά φορά ο ονειρευόμενος μπορεί να εμφανίζεται στη σκηνή του ονείρου του σε διάφορες ηλικίες ή ταυτόχρονα ή χωρίς καμιά δέσμευση ως προς τη χρονολογική αλληλουχία.

Στην αχρονία του ασυνειδήτου, το γήρας δεν υπάρχει. Υπάρχει, όπως υπενθυμίζει ο Paul Laurent Assoun [2], ένα χάσμα ανάμεσα σ’ ένα υποκείμενο του ασυνειδήτου, που ανθίσταται στο γήρας, και στο σώμα που αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Στις ΜΦΗ συναντάμε καμμιά φορά υπερήλικες που φωνάζουν τις συνενοίκους τους «γιαγιά», ακόμα κι όταν πρόκειται για άτομα νεώτερά τους. Σαν ακριβώς το γήρας να μην αφορά τις ίδιες, αλλά πάντα έναν άλλο.

Ως πραγματικός τόπος ζωής, οι Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων βρίσκονται στο σταυροδρόμι μεταξύ πολλών διαφορετικών χρονικών λογικών. Εκεί, το παρόν είναι πολλαπλό: «παρόν του παρελθόντος, παρόν του παρόντος και παρόν του μέλλοντος», όπως ίσως να ‘λεγε ο Κωστής Παπαγιώργης. Να ακόμη ένα λιθαράκι στο δρόμο για την ουσιαστική φροντίδα των ηλικιωμένων: φροντίζω, θα πει καταφέρνω να γλιστρώ – έστω για λίγο- στη χρονικότητα του άλλου.

 

Βιβλιογραφία

1. Αυγουστίνος (Ίππωνος), (1999). Εξομολογήσεις (Τόμος Β’). Εκδόσεις Πατάκη.
2. Assoun, P. L. (1983). Le vieillissement saisi par la psychanalyse. Communications, 37(1), 167–179.
3. Παπαγιώργης, Κ. (2008). Περί μνήμης. Εκδόσεις Καστανιώτη.