Πέραν της πεπατημένης: ο ψυχολόγος και ο ρόλος του στους χώρους φροντίδας ηλικιωμένων

Πριν από δεκαπέντε χρόνια, λίγοι ήταν οι ψυχολόγοι που εργάζονταν σε δομές φιλοξενίας ηλικιωμένων. Τα «γηροκομεία», οι «πανσιόν», οι «οίκοι ευγηρίας», οι «στέγες φροντίδας», οι «μονάδες φροντίδας», στράφηκαν στους ψυχολόγους όταν είχε γίνει πια ορατό ότι η φροντίδα δεν μπορεί παρά να είναι σφαιρική. Που πάει να πει: ζωή, και όχι απλά επιβίωση∙ ζωή που ξεπερνά την κάλυψη των ζωτικών αναγκών. Για να εξασφαλιστεί όμως τούτη η σφαιρικότητα, εκείνο που χρειαζόταν ήταν διεπιστημονικότητα. Έτσι οι διάφορες δομές άρχισαν να εκτιμούν την πολυφωνία και τον πλούτο προσεγγίσεων, σε ένα πλαίσιο όπου η μία ειδικότητα θα ζωογονούσε και θα αναζωογονούνταν από τις άλλες. Ανάμεσα σε φυσικοθεραπευτές, γιατρούς, γυμναστές, διατροφολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και εργοθεραπευτές, ο ψυχολόγος κλήθηκε να προσφέρει κι αυτός το δικό του λιθαράκι στην φροντίδα των ηλικιωμένων. Εκεί, πλάι στην κλίνη τους, στον πιο προσωπικό τους χώρο.

Οι ηλικιωμένοι όμως, δεν είναι μια οποιαδήποτε πληθυσμιακή ομάδα. Οι ηλικιωμένοι, και μάλιστα εκείνοι που φιλοξενούνται στις Μονάδες Φροντίδας είναι -όπως λέγεται συχνά- εύθραυστοι, ευάλωτοι, κάποτε μη αυτοεξυπηρετούμενοι, και κάποτε άτομα με μεγάλο βαθμό εξάρτησης από τους γύρω τους. Να το πεδίο άσκησης όπου καλείται να παρέμβει ο κλινικός ψυχολόγος. Να εργαστεί με ηλικιωμένους «χωρίς πολλά περιθώρια παρέμβασης », που –όπως ακούγεται καμμιά φορά- το μόνο που τους μένει είναι να «αποδεχτούν την κατάσταση» έχοντας μόνο «ρεαλιστικές προσδοκίες για το μέλλον»1. Είναι φριχτές αυτές οι φράσεις. Το στοίχημα όμως, υπαρκτό: ο ψυχολόγος καλείται να αναλάβει δράση σε ένα τοπίο με μεγάλη πληθώρα συμπτωμάτων συχνά διάχυτων και απροσδιόριστων, όπου η πανοπλία της φαρμακευτικής θεραπείας αποδεικνύεται φτωχή. Σε μια μάχη θεωρητικά χαμένη εκ των προτέρων, και υπό τη διαρκή σκιά του θανάτου, ο ψυχολόγος έρχεται να βρει τη θέση του, να ανοίξει τα χαρτιά του και να πει τι ρόλο παίζει.

Προχωρώντας ψηλαφητά, για να προσδιορίσουμε τι είναι τελικά ένας κλινικός ψυχολόγος σε δομή για ηλικιωμένους, ίσως να ήταν ευκολότερο πρώτα να σκεφτούμε τι ΔΕΝ είναι:

Δεν είναι ένας μέγας χορηγητής των τεστ

Η τυπική αξιολόγηση των νοητικών λειτουργιών μερικές φορές είναι απαραίτητη, και μέρος της εκπαίδευσής του ψυχολόγου αφορά αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, ο ψυχολόγος δεν είναι τεχνικός, ούτε μηχανικός της ψυχολογίας. Η δράση του δεν μπορεί να είναι μια στυγνή εφαρμογή της τεχνογνωσίας. Η συνάντηση με τον πάσχοντα δεν είναι τυπική διαδικασία.

Συνηθίζεται να δίνουμε κλίμακες αξιολόγησης της άνοιας, να μετράμε το έλλειμμα, να ποσοτικοποιούμε την απώλεια. Ωστόσο, καμία κλίμακα ή τεστ (και μάλιστα μίνι) δεν μπορεί να απαλλάξει έναν ψυχολόγο από την ευθύνη του απέναντι στον πάσχοντα, έναν προς έναν.

Δεν είναι ένας υπάλληλος γραφείου

Ο ψυχολόγος που ασχολείται με «κομπιούτερ και αριθμούς» κλεισμένος σε ένα γραφείο, καταχωρώντας δεδομένα ερωτηματολογίων ή περιμένοντας τον ηλικιωμένο ένοικο να έρθει σ’αυτον, κάνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που μαρτυρά ο τίτλος του. Γιατί η θέση ενός ψυχολόγου που λέγεται «κλινικός» είναι πλάι στην κλίνη, στο προσκέφαλο του αρρώστου, κυριολεκτικά στην άκρη του κρεβατιού.

Δεν είναι ένας καλός Σαμαρίτης

Συχνά, όσοι ισχυρίζονται πως εργάζονται για το καλό των άλλων, αντλούν για λογαριασμό τους μια ικανοποίηση μάλλον ναρκισσιστική: «Εγώ θα είμαι το αντικείμενο που θα κάνει καλό στον άλλο και θα τον γιατρέψει». Μια γαλλική παροιμία που άκουσα μια μέρα από έναν γέροντα κατάκοιτο, τα συμπυκνώνει θαυμάσια όλα αυτά: «La compassion est la passion du con » – « η λύπηση είναι το πάθος του ηλιθίου». Ο ψυχολόγος έχει να προσφέρει στον πάσχοντα πολλά περισσότερα από τη συμπόνοια του.

Δεν είναι ένας coach

Ποιος νοιάζεται για ένα πακέτο τέλειων συμβουλών; Ο χρυσός οδηγός είναι γεμάτος από κοινή λογική. Αλλά ποιος θα τολμούσε να αραδιάσει μια σειρά από καλές, δοκιμασμένες πρακτικές και έτοιμες συνταγές σε έναν ηλικιωμένο που έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι; Ο ψυχολόγος ξέρει πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν λύσεις «πασπαρτού», και ότι για να υποστηρίξεις έναν ηλικιωμένο οφείλεις πρώτα να ακούσεις.

Δεν είναι ένας σκοτεινός παντογνώστης.

Σε γενικές γραμμές, οι ψυχολόγοι περνούν πολλά χρόνια εκπαίδευσης, εντός και εκτός πανεπιστημίων. Δοκιμάζονται πολύ καιρό μέσα από τη δική τους προσωπική θεραπεία, και βρίσκονται διαρκώς σε πορεία συνεχούς επιμόρφωσης. Όμως, όλη τούτη η εκπαίδευση, τυπική ή άτυπη, δεν τους καθιστά γκουρού που κατέχουν όλη τη γνώση και τη σοφία της ζωής. Για τον ψυχολόγο, δεν υπάρχει προκατεστημένη γνώση. Η γνώση είναι πάντα προς κατασκευή, ένα work in progress, με τον κάθε θεραπευόμενο ξεχωριστά, Γιατί το μόνο που είναι σίγουρο τελικά, είναι πως η κλινική –ευτυχώς- δεν παύει να ανατρέπει τη θεωρία.

________

Κι αφού, σε μια δομή, ο κλινικός ψυχολόγος δεν έχει κανέναν από τους παραπάνω ρόλους, τι κάνει τελικά; Ποια η ευθύνη και η θέση του απέναντι στον ηλικιωμένο πάσχοντα;

Το πρώτο μοιάζει απλό: ακούει. Από όροφο σε όροφο κι από δωμάτιο σε δωμάτιο, επισκέπτεται τον κάθε κάτοικο της δομής, με μια απλή πρόταση: «είμαι εδώ για να σας ακούσω». Αυτή την προσφορά ο ηλικιωμένος μπορεί να τη δεχτεί, ή μπορεί να την απορρίψει. Σε κάθε περίπτωση, επιδιώκεται μια πραγματική συνάντηση. Μια συνάντηση που θα επιτρέψει στον πάσχοντα να εκφράσει τις ελπίδες, τις ανησυχίες και τους φόβους του, να βάλει σε λέξεις αυτό που του συμβαίνει, να εξετάσει τα άγχη και τις αδυναμίες του.

Ακόμη, συνηθίζεται τα άτομα προχωρημένης ηλικίας να προσδιορίζονται με μια σειρά από «α» στερητικά: α-γνωσίες, α-μνησίες, ά-νοιες, α-πραξίες… Έτσι, ένας ηλικιωμένος που έρχεται να ζήσει στο πλαίσιο μιας δομής, περισσότερο «μιλιέται» από τους άλλους, παρά μιλάει. Οικογένεια, γιατροί, προσωπικό, έχουν όλοι την δική τους εκδοχή για τον κάθε ένοικο. Ο ψυχολόγος καλείται – αντί να επικεντρώνεται στο έλλειμμα, την α-δυναμία ή στα λόγια του περίγυρου- να μετατοπίζει το κέντρο βάρους προς το ίδιο το άτομο και την ιστορία του, που είναι πάντα ιδιαίτερη και μοναδική. Πώς βιώνει ο ηλικιωμένος την κάθε απώλεια, και τι τρόπους έχει βρει για να τα βγάζει πέρα μ’αυτήν; Ο ψυχολόγος έρχεται να δώσει το λόγο στο ίδιο το υποκείμενο, που κάτι παραπάνω θα έχει να μας πει για ό,τι του συμβαίνει.

Όμως, για να γίνει δυνατή μια τέτοια αληθινή συνάντηση, είναι στο χέρι του ψυχολόγου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις. Ένα καλλιτεχνικό εργαστήρι, μια μικρή βόλτα στο μπαλκόνι, ένα παιχνίδι, μια ομαδική δραστηριότητα, ένα τραγούδι, μπορούν να αποτελέσουν αφορμή για εξιστόρηση. Το ίδιο και μια άσκηση μνήμης ή ένα τεστ, εφόσον ο ψυχολόγος δεν στέκει εκεί ως «ψυχρός εκτελεστής» της άσκησης, αλλά μάλλον σαν κάποιος που επιτρέπει ένα άνοιγμα στην ομιλία. Νά άλλη μια ιδιαιτερότητα της κλινικής με ηλικιωμένους: ανά πάσα στιγμή απαιτεί εφευρετικότητα. Ευαισθησία, εφευρετικότητα, τακτ, λεπτότητα… Η στάση του ψυχολόγου είναι αυτή που αντιστοιχεί στο εύθραυστο ηλικιωμένο σώμα.

Τέλος, μια δομή για ηλικιωμένους δεν είναι μόνο οι ένοικοί της. Ο ψυχολόγος έχει λοιπόν θέση και ως προς το προσωπικό που εργάζεται και αγωνίζεται καθημερινά εκεί. Ο ρόλος του εκεί ίσως είναι πιο άτυπος, γίνεται ένας ρόλος στο «ενδιάμεσο», συχνά υπό τη μορφή μιας «κλινικής στο διάδρομο». Εκεί, στις μικρές καθημερινές τυχαίες συναντήσεις, στα σκαλιά, στο ασανσέρ, στο μπαλκόνι, στο διάλειμμα, ο ψυχολόγος δημιουργεί μικρά ανοίγματα: χώρους όπου ο κάθε φροντιστής μπορεί να εκφράσει τις σκέψεις και τις παρατηρήσεις του∙ τους προβλήματισμούς και τις ανησυχίες του για όλες τις περίπλοκες καταστάσεις που κάνουν την καθημερινότητα σε μια δομή να μην είναι ποτέ ομαλή κι αναμενόμενη.

Παράξενη και απαιτητική η κλινική με ηλικιωμένους. Αλλά μέσα στην «παραξενιά» της, μπορεί να είναι και πηγή απρόσμενων συναντήσεων, μικρών καθημερινών θαυμάτων. Ένας ψυχολόγος ξέρει καλά πως έχει να κάνει με το αβέβαιο. Μπρος στην οδύνη, υπάρχει στάνταρ γνώση; Υπάρχουν –τουλάχιστον- τα λόγια του ποιητή, σαν μια μικρή πυξίδα:

«Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,
ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας…» [2]

 

Βιβλιογραφία

1 Πληροφορίες από ενημερωτικό φυλλάδιο μιας Μονάδας Φροντίδας Ηλικιωμένων σχετικά με το ρόλο του ψυχολόγου της δομής.

2 Αντόνιο Ματσάδο, «Caminante no hay camino» (1912)