Ποιος φοβάται τους ηλικιωμένους;
Στη γλώσσα μας, τι λέξεις έχουμε για να μιλήσουμε για τους ηλικιωμένους; Και, αν η κάθε λέξη δεν είναι τόσο ουδέτερη όσο θα τη βλέπαμε σε ένα λεξικό, αλλά φέρει το δικό της φορτίο, τους δικούς της χρωματισμούς και συμπαραδηλώσεις, πόσες από τις λέξεις που αναφέρονται στους ηλικιωμένους είναι αρνητικά χρωματισμένες; Πόσες έχουν πλαστεί με μια χροιά απαξιωτική; Η λίστα που ακολουθεί είναι ενδεικτική και μη εξαντλητική:
γέρος, γριά, γερόντιο, γεροντάκι – και τα σύνθετά τους: γεροξεκούτης, γεροξούρας, γεροπαράξενος, γεροτράγος, γεροκουνενές, γεροκολασμένος, παλιόγερος, μπαμπόγερος, εσχατόγηρος, μουστόγερος, τρελόγερος
παππούς, γιαγιά, παππουδέλι
πρεσβύτερος
υπερήλικας
υπέργηρος
αιωνόβιος
Τουταγχαμών
Μαθουσάλας
σαράβαλο
ραμολιμέντο – ραμολί
χούφταλο
Ο κατάλογος είναι μακρύς και ιδιαίτερα σκληρός, φέρνοντας στην επιφάνεια τουλάχιστον μία γενική παρατήρηση: ο γέρος είναι στόχος. «Είναι άνθρωποι οι ηλικιωμένοι;», αναρωτιόταν πριν από πενήντα χρόνια η Σιμόν ντε Μποβουάρ, στην αρχή του βιβλίου της «Τα Γηρατειά», που δεν έχει γεράσει ούτε μια μέρα. Σήμερα, δύο κοινωνικά φαινόμενα μεταφράζουν τις αδικίες της γλώσσας και δίνουν στις λέξεις εικόνα και μορφή : ο ηλικιακός ρατσισμός και η γεροντοφοβία.
Ο όρος ηλικιακός ρατσισμός (ageism) αναφέρεται σε όλα τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που οδηγούν σε διαχωρισμό και αποκλεισμό κάποιων ατόμων από την κοινωνία, με μοναδικό κριτήριο την ηλικία τους. Για παράδειγμα, δείγμα τέτοιων προκαταλήψεων είναι η τάση του να θεωρούμε εξ αρχής τους ηλικιωμένους αδύναμους κι ευάλωττους, παθητικούς, προκαταβολικά γκρινιάρηδες, απαραίτητα ασεξουαλικούς, αναμφίβολα με μειωμένες πνευματικές και φυσικές ικανότητες.
Το πρόβλημα με τις μεροληψίες τέτοιου είδους, είναι ότι μοιάζουν υπερβολικά λογικές, διαπνέονται από ένα είδος «κοινής λογικής». Έτσι, βγάζουν νόημα από μόνες τους- και πολύ γρήγορα. Εξηγούν τα πάντα – και πλήρως. Τα πράγματα είναι αυτά που είναι, και δε χωράνε αποχρώσεις, διαβαθμίσεις, διαφοροποιήσεις. Κάτω από έναν τέτοιο οδοστρωτήρα, όλα μοιάζουν λεία, αυτονόητα, ομαλά.
Αν όμως δοκιμάζαμε, κρατώντας κόντρα, να διερευνήσουμε τα στερεότυπα που σχετίζονται με την ηλικία, θα ανακαλύπταμε πως τα πράγματα δεν ήταν έτσι πάντοτε. Κάπου, κάποτε, οι ηλικιωμένοι θεωρούνταν άξιοι σεβασμού. Οι συνθήκες ποτέ δεν ήταν ειδυλλιακές, αλλά στα μικρά χωριά, στις μικρές κοινότητες, στις πιο παραδοσιακές κοινωνίες, όπου η γνώση μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά και που η πρόσβαση στην πληροφορία ήταν διαφορετική, οι ηλικιωμένοι θεωρούνταν φάροι και φορείς αυτής της γνώσης. Ήταν εκείνοι που εκπροσωπούσαν την εμπειρία, κάτοχοι και αναμεταδότες ενός πολύτιμου
αποστάγματος ζωής, πηγή έμπνευσης για τους νεότερους. Σήμερα, σε μια κοινωνία όπου η πληροφορία «τρέχει» διαρκώς και είναι το παν, το άτομο άνω των 65 –τότε τοποθετείται τυπικά η έναρξη της τρίτης ηλικίας– δεν αντιμετωπίζεται με τον σεβασμό του παλιού καιρού. Η γνώση του θεωρείται πλέον απαρχαιωμένη. Η σοφία του, απολιθωμένη. Η εμπειρία του, ξεπερασμένη. Και πώς να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας κοινωνίας που προστάζει ταχύτητα, αποδοτικότητα, παραγωγικότητα;
Το φαινόμενο της γεροντοφοβίας θα πάρει τη σκυτάλη εκεί που την αφήνει η προκατάληψη. Ενώ ο ηλικιακός ρατσισμός σταματά στην απόρριψη του ηλικιωμένου άλλου, η γεροντοφοβία κάνει το άλμα από την απόρριψη στην αποστροφή. Γεροντοφοβία είναι η απέχθεια προς ό,τι αφορά τους ηλικιωμένους. Είναι, κατ’επέκταση, η άρνηση της αποδοχής των ηλικιωμένων στην τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα.
Μόνο τα παιδιά θα τολμούσαν να κάνουν τέτοιες ερωτήσεις. Όσοι εργάζονται στις Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων θα έχουν ακούσει συχνά αυτή την ερώτηση: «Μα πώς αντέχεις να δουλεύεις με γέρους… Δε σε πιάνει μια… αηδία;». Κι έπειτα, η μεγαλύτερη ερώτηση-ταμπού: «Πόσων χρονών είσαι;». Το ζήτημα της ηλικίας προκαλεί, και προκαλεί και τρόμο. Παράδοξο μιας ολόκληρης εποχής: στον αιώνα που το προσδόκιμο ζωής μεγαλώνει και όπου η ιατρική έχει κάνει το παν για να παρατείνει την ανθρώπινη ζωή, εμείς, τους πολύ μεγάλους σε ηλικία, αρχίζουμε να τους φοβόμαστε.
Τι είναι όμως εκείνο που τόσο δυσκολευόμαστε να κατονομάσουμε, εκείνο που φτάνουμε να αποκαλούμε αμήχανα «αηδία»; Τι ακριβώς μας φοβίζει στους ηλικιωμένους; Από την απλή αποφυγή μέχρι την πλήρη αηδία και τη φοβία, τι έχουν τέλος πάντων οι ηλικιωμένοι που μας φέρνει τόση αποστροφή;
Ο ερυνητής και ψυχίατρος Ζαν Μεζοντιέ θα υποστηρίξει πως το μυστικό της απαξίωσης των ηλικιωμένων είναι η εγγύτητά τους με το θάνατο. Πως αν γινόμαστε «γεροντοφοβικοί», είναι επειδή φοβόμαστε το θάνατο. Όπως γράφει, «η σύνδεση της ιδέας του θανάτου με το γήρας υπήρχε πάντα, όμως παλαιότερα, ο ηλικιωμένος θεωρούνταν περισσότερο ως κάποιος που είχε επι-βιώσει, ενώ σήμερα αντιμετωπίζεται σαν κάποιος που έχει απο-βιώσει, ένα ‘‘περιφερόμενο πτώμα’’»1.
Από την πρόταση του Μεζοντιέ, εκείνο που ίσως θα μπορούσαμε να κρατήσουμε είναι η ιδέα πως το γήρας παραμένει κάτι το αδιανόητο. Κάτι το ακατανόμαστο, που μπροστά του, τα χάνουμε. Ο Φρόυντ, κάπου σε ένα μικρό του κειμενάκι, έγραψε για κάτι που το ονόμασε Ανοίκειο (Unheimliche). Το ανοίκειο είναι κάτι το τόσο προσωπικό, γνωστό, οικείο, που φτάνει να γίνεται ακατάληπτο, αόρατο, ξένο και ριζικά έτερο – σε τέτοιο βαθμό, που να μας φαίνεται ανατριχιαστικό κι απόκοσμο, και άρα απειλητικό. Πολλές είναι οι εφαρμογές αυτής της έννοιας, ενώ ο ίδιος ο Φρόυντ δεν έπαψε να ανακαλύπτει και να αποκαλύπτει καινούργιες. Όμως τελικά, εκείνο που μοιάζει να ανταποκρίνεται τέλεια στην περιγραφή, είναι το γήρας. Γήρας, το τόσο παράξενο και ξένο, το τόσο οικείο, που φοβίζει.
Σε μια εποχή εξιδανίκευσης της νεότητας, πώς ξεμπερδεύουμε με αυτό το σύγχρονο «σκοτεινό αντικείμενο του φόβου»; Αποφυγή, διακρίσεις, αδιαφορία, απόκρυψη, άρνηση, απαξίωση, θα μπορούσαν όλα να είναι διαφορετικά ονόματα μιας άμυνας∙ ένα είδος αυτοπροστασίας από εκείνο το αφόρητο που, ακριβώς, δε θέλουμε να δούμε.
Κι όμως, άξαφνα, από τη μια μέρα στην άλλη, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Το ξέσπασμα του Covid-19 μας ευαισθητοποίησε απότομα, μας υποχρέωσε να αντικρίσουμε κατάματα το μη-ορατό. Γιατί ηλικιωμένοι απέκτησαν άξαφνα μια άλλη, ασυνήθιστη μορφή ορατότητας. Είδαμε ολοκαυτώματα, οι στυγνές και στεγνές στατιστικές για τη γήρανση του πληθυσμού μετατράπηκαν σε σκληρές τηλεοπτικές εικόνες, και ανακαλύψαμε ξαφνικά πως η Δύση ήταν πολύ γηραιά. Κι έτσι τελικά, σαν να σηκώθηκε ένα πέπλο, και μπορέσαμε να θυμηθούμε την ύπαρξη των ηλικιωμένων, να συζητάμε για εκείνους, να φτιάχνουμε προγράμματα και πολιτικές για την προστασία τους.
Πρέπει να αρχίσεις να χάνεις κάτι για να καταλάβεις την αξία του; Να επιτρέψουν ένα νέο βλέμμα, να μπορέσουμε να τους «δούμε» πραγματικά, δηλαδή να δοκιμάσουμε να τους ακούσουμε και να τους καταλάβουμε. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ είχε δίκιο: είναι ζήτημα πολιτισμού. Ας συνεχίσουμε τον αγώνα!
Βιβλιογραφία
1 Maisondieu, J. (1988). De la gérontophobie aux géronto-folies. Gérontologie et société, 11 / n° 46(3), 21-27.
![](https://www.marepi.gr/wp-content/uploads/2023/02/20230203_022229-scaled-e1675966143206.jpg)
Επιστημονική Συνεργάτης/Κλινική Ψυχολόγος, MSc.