Χιούμορ, το αγέραστο
«Δεν υπάρχει κωμικό έξω από το κυριολεκτικά ανθρώπινο»
Ανρί Μπερξόν (i)
Το σκοτεινό και το δυσοίωνο, πώς θα το αναπαριστούσαμε; Αν ήμασταν λογοτέχνες ή δοκιμιογράφοι, μάστορες του στίχου ή θεατρικοί συγγραφείς, πώς θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε κάτι μαύρο κι άραχνο, ταγμένο στον μαρασμό και την απελπισία; Η φιγούρα του ηλικιωμένου, αιώνες τώρα, εκπληρώνει και αυτόν τον ρόλο. Το υποτιθέμενο σκοτάδι του γήρατος μοιάζει ιδανικό για να τροφοδοτήσει με ζόφο και μαυρίλα τις πιο ανήλιες σελίδες: «φαρμάκι τα γεράματα» (Γκάτσος), «παραπαίον γήρας» (Σουρής), «γερνάς και σκοτεινιάζει» (Τάσος Λειβαδίτης), γνωστή «πληγή από φρικτό μαχαίρι» (Καβάφης) κι ακόμη, το γνωστότερο «να ‘ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμμία»…
Όμως όλα αυτά δεν είναι παρά «φριχτά μαντέματα», όπως θα τα ‘λεγε και πάλι ο Καβάφης. Γιατί στους ηλικιωμένους έρχεται και ριζώνει, λαμπερότερο κι από το πιο καθάριο νεανικό δέρμα, πιο ελπιδοφόρο κι από γέννα: το χιούμορ, απρόβλεπτο κι αιφνιδιαστικό, αναδύεται ολοζώντανο τη στιγμή που γίνεται περισσότερο απαραίτητο.
Οι εγκυκλοπαίδειες γράφουν ότι η λέξη «χιούμορ» συγγενεύει ετυμολογικά με τους «χυμούς». Γιατί από τα χρόνια του Ιπποκράτη ως τον Μεσαίωνα, η ιατρική έτεινε να αποδίδει κάθε αρρώστια σε μια ανισορροπία των ζωτικών χυμών του σώματος (αίμα, λευκή χολή, μαύρη χολή, φλέγμα). Έτσι, η μελαγχολία για παράδειγμα δεν ήταν παρά μια υπερβολή, μια περίσσεια «μελανής χολής» στο σώμα. Ιστορικά, όταν η λέξη πρωτοεμφανίζεται στην αγγλική γραμματεία, είναι για να περιγράψει ένα «αστείο ειπωμένο με θλιβερή όψη». Έτσι το ορίζει ο Σαίξπηρ, αποδεικνύοντας πως, ήδη από τις απαρχές του, το χιούμορ έχει μια χροιά τιθάσευσης του αρνητικού.
Και οι ηλικιωμένοι, τι σχέση έχουν με το χιούμορ; Στην εποχή της αποδοτικότητας και των αξιολογήσεων, το χιούμορ συσχετίζεται συχνά με τους δείκτες ευφυϊας, την κληρονομικότητα, την προσαρμοστικότητα, ακόμη και την «ελκυστικότητα» στις σχέσεις… Ποιος όμως θα σκεφτόταν να το συσχετίσει με τον ηλικιωμένο; Με τον γέρο, που στο συλλογικό φαντασιακό εκπροσωπεί μάλλον το αντίθετο των παραπάνω: γεροξεκούτης στην καλύτερη κι ανοϊκός στη χειρότερη, στείρος από όλες τις απόψεις, στάσιμος κι αργοκίνητος και συχνά απωθητικός. Κι όμως, ο ηλικιωμένος όχι απλά διαθέτει αυτό το όπλο στη φαρέτρα του, αλλά συνήθως αξιοποιεί το χιούμορ εκεί που δεν το περιμένει κανείς, με τους πιο θαυμαστούς και πολυδύναμους τρόπους.
Συχνά ταυτισμένος με την αρρώστια και το παρηκμασμένο σώμα του, ο ηλικιωμένος χιουμορίστας μετατρέπει, σαν δεινός αλχημιστής, το βάσανο σε γέλιο. Ο Freud, που το θέμα τον απασχόλησε πολύ, υποθέτει πως «το χιούμορ είναι ένας τρόπος απόκτησης μιας ευχαρίστησης, παρόλα τα οδυνηρά παθήματα που την καταπνίγουν» (ii). Σε έναν μικρό, καθημερινό θρίαμβο, ο χιουμορίστας κατασκευάζει μια μικρή ευχαρίστηση με τα υλικά της οδύνης του. Οδύνη, που αν δεν ήταν το «ευφυολόγημα» (Witz) και οι αμφισημίες του, ίσως να μην έβρισκε άλλη οδό να εκφραστεί. Χιούμορ, λοιπόν, το ύψιστο: γιατί επιτρέπει την ανάδυση του κωμικού μέσα στην επικράτεια του τραγικού.
Μια πιο ιδιαίτερη μορφή χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, περιγράφεται σαν ιδανική μορφή άμυνας απέναντι στις εισβολές του ψυχικού πόνου (iii). Μ’αυτή την κατηγορία χιούμορ φαίνεται πως οι ηλικιωμένοι έχουν προνομιακή σχέση. Η σωματική αδυναμία, οι πόνοι, τα φάρμακα, οι κινητικές και αισθητηριακές απώλειες, γίνονται πηγή των πιο εύστοχων και γόνιμων αστεϊσμών. Γιατί όταν κανείς αυτοσαρκάζεται, αμφισβητεί. Αμφισβητεί τον καθιερωμένο τρόπο ύπαρξής του, ανατρέπει τον ίδιο του τον τρόπο σκέψης. Κι ενώ τα βάσανα των γηρατειών, ανίκητα κι αλύπητα, δίνουν την εντύπωση μιας νομοτελειακής αναγκαιότητας απέναντι στην οποία το άτομο δεν έχει καμία εξουσία, ο ηλικιωμένος που στρέφει το χιούμορ ενάντια στον εαυτό του θριαμβεύει ενάντια στην υποταγή και την παθητική αποδοχή μιας δεδομένης κατάστασης. Υπό αυτή την έννοια, το χιούμορ των ηλικιωμένων είναι μια γνήσια πράξη ελευθερίας και αντίστασης, μια ανάληψη δράσης από εκείνους που συχνά κατηγορούμε για ακαμψία. Ίσως γι’αυτό και ο Freud να το αποκαλεί «συγκλονιστικό και μεγαλειώδες».
Το να αστειεύεσαι με τον πόνο σου, δε σημαίνει ότι τον αγνοείς. Ο χιουμορίστας ξέρει πολύ καλά τι υπομένει. Η συνταγή του χιούμορ του είναι ένα «παρόλα αυτά». Παρόλη την επίπονη πραγματικότητα, την δρασκελίζει, κι ας γνωρίζει πόσο βρίσκεται υπό τον ζυγό της. Είναι μια εκπληκτική επινόηση της ανθρώπινης ψυχικής ζωής. Αψηφά τις βεβαιότητες και τις πιο παραδεδεγμένες αλήθειες, ολονότι αναγνωρίζοντάς τες. Τέτοιο θα’ταν το μεγάλο μάθημα του χιούμορ: «παρόλα αυτά» να βρίσκεις στην απόγνωση μια γνώση.
Παράλληλα, το ευφυολόγημα επιτελεί και μια κοινωνική λειτουργία. Σε αντίθεση με την ειρωνεία, που είναι ερμητική και στρέφεται προς τα μέσα, το χιούμορ ανοίγεται προς τα έξω, προς τον διπλανό. Γιατί το αστείο προϋποθέτει και κάποιο ακροατήριο. Συνήθως, όσο πιο μεγάλη η έκπληξη του ακροατή, τόσο πιο πετυχημένο θεωρείται και το αστείο. Είναι το γέλιο του ακροατή που δίνει υπόσταση στο αστείο και το επικυρώνει. Το γέλιο, ως ορατό και παρατηρήσιμο σημάδι της ικανοποίησης του άλλου, αποδεικνύει πως το χιούμορ δεν είναι πάντα άμυνα ενάντια στον τρόμο ή μάσκα για να κρύβουμε από πίσω της το κλάμα. Είναι και αρχή χαράς, στιγμή αποκάλυψης που βγάζει γλώσσα σε κάθε σοβαροφάνεια.
Σε μια δομή για ηλικιωμένους, τι θέση έχει το χιούμορ; Μπορεί να υπάρξει, είναι ανεκτό; Συχνά αντιμετωπίζουμε τα αστεία τους συγκρατημένα, ίσως από φόβο μην τους αναστατώσουμε, μην τους προσβάλουμε την μακαρία αταραξία. Ωστόσο, οι ηλικιωμένοι είναι άνθρωποι που η υποτιθέμενη γαλήνη τους ταράσσεται διαρκώς, και πρώτα από όλα από ενοχλήσεις στο ίδιο τους το σώμα. Το χιούμορ τους, ζωτικό και παράξενο, ακριβές και απρόβλεπτο, είναι μια μεγαλειώδης άρνηση του φόβου. Ας γελάμε ελεύθερα λοιπόν! Ας δίνουμε υπόσταση στα αστεία τους. Ας αναγνωρίζουμε αυτή την δημιουργική δύναμη σε εκείνον που λογαριάζαμε για στείρο.
—————————————-
Ο κύριος Αλέξης έχει περάσει ένα βαρύ εγκεφαλικό και δεν μπορεί να περπατήσει. Σπρώχνω ολοταχώς το καροτσάκι του. Ο γιατρός τον περιμένει κι έχω αργήσει. Μου λέει: «Όσο και να τρέχεις, εγώ θα είμαι πάντα πιο μπροστά σου!».
Η κυρία Σοφία ήρθε στη Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων με διάγνωση σοβαρής άνοιας. Τα Χριστούγεννα, ένας φροντιστής τη ρωτάει με ενθουσιασμό: «Σοφία μου όμορφη! Τι θα ευχόσουνα στον κόσμο για τις γιορτές; Αγάπη, ειρήνη, υγεία…;». -«Μαα… να γίνω ακόμα πιο όμορφη!».
Είναι η ώρα της γυμναστικής. Ο γυμναστής, στη μέση του κύκλου, δίνει φωναχτά τις οδηγίες για την άσκηση: «Σπρώχνω -τραβάω. Σπρώχνω – τραβάω. Σπρώχνω – Τραβ..» – «Μα τι τραβάει πάλι καλέ αυτός;» ! Η κυρία Σούλα πετυχαίνει πάντα διάνα.
Ο Λακάν θα πει κάποια στιγμή πως το κωμικό πάει παρέα με τη γνώση (iv). Είναι απίστευτο όταν γινόμαστε μάρτυρες του πώς κάποιος που αποκαλούμε «α-νοϊκό», κάποιος που στη γλώσσα μας «δεν έχει νου» (v), τελικά είναι εκείνος που γνωρίζει βαθύτερα από όλους τι του συμβαίνει. Μελετάμε τους εγκεφάλους τους, κάνουμε τεστ, ακτινογραφίες και μετρήσεις: προσπάθειες να αναπαραστήσουμε με εικόνες και αριθμούς αυτό το κενό γνώσης, το «έλλειμα μυαλού». Αν τελικά τους δώσουμε το λόγο και ακούσουμε τι έχουν κι οι ίδιοι να μας πουν, ίσως μάθουμε και κάτι παραπάνω.
Βιβλιογραφία
i Bergson, Η., « Το γέλιο » (μτφ. Βασίλης Τομανάς), εκδ. Εξάντας, σελ.10-11.
ii Freud, S., « To ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο », 1905. .
iii Freud, S., « Το Χιούμορ », 1927.
iv Lacan J., « Télévision », 1974.
v Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο ισχύει και στα αγγλικά: dementia, από το de-mentis ( :λογική, νους)
Επιστημονική Συνεργάτης/Κλινική Ψυχολόγος, MSc.